- κουβεντούλα
- ηυποκορ. του κουβέντα μικρή συζήτηση: Κουβεντούλα κι άγιος ο Θεός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουβεντούλα — η (υποκορ. τού κουβέντα) 1. σύντομη συζήτηση ή ολιγόλογη φράση ή λέξη με λίγες συλλαβές 2. (συν. ειρωνικά) απέραντη συζήτηση, κουβεντολόι, ψιλή κουβέντα … Dictionary of Greek
λογάκι — το (Μ λογάκι) μικρός λόγος, κουβεντούλα, λεξούλα νεοελλ. στον πληθ. τα λογάκια λίγες, βασικές λέξεις («το παιδάκι είπε τα πρώτα του λογάκια») … Dictionary of Greek
μυθολογία — Το σύνολο των μύθων ενός λαού, αλλά και η μελέτη της προέλευσής τους, της σημασίας τους, των σχέσεών τους με τη θρησκεία του λαού αυτού. Οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν πολύ νωρίς να ασχολούνται με τη μ.: οι παραδοσιακές αφηγήσεις για τους θεούς, οι… … Dictionary of Greek